- κικινδέλη
- (Cicindela). Γένος της τάξης των κολεοπτέρων, τα είδη του οποίου είναι διαδεδομένα κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες. Υπάρχουν, ωστόσο, είδη που συχνάζουν σε εύκρατες περιοχές, όπου προτιμούν αμμώδη και προσηλιακά μέρη. Οι κ. έχουν μακριά πόδια, κατάλληλα για τρέξιμο και μάτια που προεξέχουν. Τα χαρακτηριστικά χοντρά και ευκίνητα σαγόνια τους φανερώνουν ότι είναι αρπακτικά. Εκτός από αράχνες και σκουλήκια, κυνηγούν και διάφορα άλλα έντομα, και γι’ αυτό θεωρούνται ιδιαίτερα ωφέλιμα στη γεωργία. Η προνύμφη, με το μακρύ και κάπως πεπλατυσμένο σώμα της, φέρει ένα ισχυρό μασητικό σύστημα, που της επιτρέπει να τρέφεται με διάφορους μικροοργανισμούς. Τους συλλαμβάνει, κατά κανόνα, όταν πέφτουν μέσα στις τρύπες, τις οποίες η κ. ανοίγει μέσα στην άμμο, παγιδεύοντας τα θύματά της.
Τα διάφορα είδη κ. διακρίνονται ως προς το μέγεθος και τις αποχρώσεις του σώματος και των ελύτρων τους. Τα χρώματα είναι ζωηρά, συχνά με μεταλλικές ανταύγειες. Τα κυριότερα είδη είναι: η Cicindela campestris, κοινή σε χώρες της Ευρώπης με ποικίλο κλίμα, έχει μήκος 12-15 χιλιοστά και πράσινο χρώμα με κίτρινα στίγματα· η Cicindela silvicola, φαιοπράσινου χρώματος με κίτρινες εγκάρσιες ταινίες· η Cicindela hybrida, συχνή στις αμμώδεις ακτές θαλασσών και στις όχθες ποταμών ολόκληρης της Ευρώπης, έχει φαιοπράσινο χρώμα και φτάνει σε μήκος τα 17 χιλιοστά· η Cicindela lunulata, τυπικό είδος της Σικελίας, μαύρο με ανοιχτοκίτρινες κηλίδες· τέλος, η Cicindela germanica, η οποία προτιμά να συχνάζει στα υγρά και σκιερά λιβάδια, είναι πρασινόχρωμη, ενώ μια παραλλαγή της έχει γαλάζια έλυτρα· το είδος αυτό θεωρείται πλέον σπάνιο στη Μεγάλη Βρετανία.
Η κικινδέλη, έντομο μήκους 12-15 χιλιοστών.
* * *ηζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας cicindellidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cicindela «πυγολαμπίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.